σκεπτικιστής

σκεπτικιστής
σκεπτικιστής, ο και σκεπτικίστρια, η
1. οπαδός της θεωρίας του σκεπτικισμού.
2. αυτός που αντιμετωπίζει με δυσπιστία τα πάντα: Είναι σκεπτικιστής και δεν ενθουσιάζεται εύκολα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκεπτικιστής — ο, θηλ. σκεπτικίστρια, Ν 1. οπαδός τού σκεπτικισμού 2. αυτός που αμφιβάλλει ή δυσπιστεί για το καθετί 3. απαισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ευστ. Χρονόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • πυρρωνιστής — ο, θηλ. πυρρωνίστρια, Ν 1. οπαδός τής θεωρίας τού πυρρωνισμού 2. (γενικά) σκεπτικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhonist < Πύρρων + κατάλ. ιστής*. Ο τ. πυρρωνιστής μαρτυρείται από το 1837 στον Α. Ποθητό, ενώ το θηλ. πυρρωνίστρια… …   Dictionary of Greek

  • σκεπτικιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκεπτικισμό ή στον σκεπτικιστή, ο χαρακτηριστικός τού σκεπτικισμού και τού σκεπτικιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αρκεσίλαος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λύκου και της Θεοβούλης, ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, που γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από την… …   Dictionary of Greek

  • Γκάισεν, Μάρνιξ — (Marnix Gijsen, Αμβέρσα 1899 – 1984). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ποιητή και πεζογράφου Γιαν Άλμπερτ Γκόρις (Jan Albert Goris), ο οποίος συνδέθηκε με την ομάδα των Φλαμανδών εξπρεσιονιστών. Ο Γ. παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή με το… …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάδης, Κωνσταντίνος — I (Στενήμαχος Ανατολικής Ρωμυλίας 1881 – Αθήνα 1944). Γλύπτης και ακαδημαϊκός. Μαθήτευσε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο. Μετά την αποφοίτησή του και ύστερα από μία περίοδο σύντομης διαμονής στο Μόναχο,… …   Dictionary of Greek

  • Δημώναξ — (2ος αι. μ.Χ.). Κύπριος φιλόσοφος που έζησε στην Αθήνα. Ο Λουκιανός έγραψε μία επαινετική βιογραφία του με τίτλο Δημώνακτος βίος. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια, προτίμησε όμως τον λιτό βίο του κυνικού και έγινε μαθητής κυνικών φιλοσόφων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”